- θειαφιστήρι
- το-ιού, εργαλείο με το οποίο γίνεται το θειάφισμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θειαφιστήρι — το συσκευή με την οποία γίνεται το θειάφισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θειαφίζω + επίθημα τήρι(ον), (πρβλ. θυμιατήρι(ον), κλαδευτήρι)] … Dictionary of Greek
θειωτήρας — ο [θειώ (ΙΙ)] (γεωπ·) γεωργικό εργαλείο με το οποίο διασκορπίζεται θείο σε μορφή σκόνης στα εναέρια τμήματα διαφόρων καλλιεργούμενων φυτών για την καταπολέμηση διαφόρων ασθενειών, κν. θειαφιστήρι … Dictionary of Greek